Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

Μνήμη Λάμπρου Κοντογούνη (Τρία χρόνια από την εκδημία του) - Του Ηλία Α. Μπουμπουρή eliasb56@otenet.gr


Εδώ γεννηθήκαμε, εδώ μεγαλώσαμε, εδώ   επιστρέφουμε.  Εδώ στο ίδιο χώμα, στις ίδιες πέτρες.  Εδώ  που ριζώνουν και μεγαλώνουν τα δέντρα. Εδώ που κυλάνε τα νερά του ποταμού μας. Τόποι γενέθλιας αναφοράς.Τόποι γης. Σταθεροί τόποι με στέρεους ανθρώπους . Τόποι δικοί μας, αφετηρίας και επιστροφής, αναχώρησης  και εξόδου. Εξόδου στον κόσμο, στον κόσμο του καθενός μας.



Εδώ ήταν ο σταθερός τόπος του Μπάρμπα Λάμπρου. (Και ο δικός μου).Το χάνι του…….. Το πέρασμα……….  Σημείο αναφοράς. Σημείο αναφοράς  για την κόλαση -και τον παράδεισο-  των Αγραφιώτικων βουνών. Τώρα γέμισε θρύψαλα τούτος ο τόπος. Θρύψαλα που τα πήρε ο άνεμος των αλλαγών στο διάβα του χρόνου κι απόμειναν τα χωριά, χωρίς τζάκια να καπνίζουν, χωρίς σκυλιά να αλυχτάνε, χωρίς αλογομούλαρα να χλιμιντρίζουν,  χωριά κουφάρια.
Ο μπάρμπα Λάμπρος δεν βλέπει και δεν ζεί την όψιμη  κατάντια μας. Την πρόλαβε κάπως. Και πόναγε. Ογδόντα δύο χρόνια έλειψε απ τη Βαρβαριάδα,   μόνο μερικούς μήνες,  για το «φανταρ’λίκι» . Εδώ, στον κόμπο, στο χάνι του, χρόνια και χρόνια , έβλεπε καθημερινά τον κόσμο να φεύγει. Και ήξερε ότι τους περισσότερους δεν θα  τους ξανάβλεπε. Κι όταν το θανατικό τον χτύπαγε αλύπητα, εκεί, κρατιόταν από το πουρνάρι της αυλής και δεν έμελλε να  τ‘ αφήσει.

Τα παιδιά του τον παρακάλαγαν, αλλά αυτός εκεί. “Δεν μ΄ αφήνει να φύγω”, έλεγε. Μόνος, πάλευε τη μοναξιά του με το μπρίκι, το ρακοπότηρο  και το τσιγάρο.
Ζούσε με  τις μνήμες του. Μνήμες που απλώνονταν καθημερινά στο πεζούλι,  έξω απ’ το χάνι του,  σε όποιον σταματούσε να τον δει. Κομμάτια απ’ αυτές τις ιστορίες ήξερα,  ήταν και δικές μου.  Εκεί μεγάλωσα…
Κι ένα  σούρουπο, τώρα τελευταία , ψιλόβρεχε , κρύο- σαν το θεριό -στην ποταμιά,   κατέβαινα   απ΄ το Μάραθο, με τον Πάνο  ….. τον  «είδα».  Ήταν πίσω από τον πάγκο με το ΓιάννηΑρωνιάδα. Ο ΝώνταΚουτρομάνος άναβε το λούξ. Έξω στο πεζούλι σαν να μου φάνηκε ότι ήταν ο Τακούλας, ο ΝίκοΣβερώνης κι  ο Τσακανίκας.  Κάνα φορτίο ξύλα θα κανόνιζαν. Γύρω απ΄ την  ξυλόσομπα ο  ΝάσιοΚατσιφός με τον ΚωστήΑνδρώνη  σχεδίαζαν  το επόμενο αγώι, αλεύρι θα ΄ταν, για τ΄ Άγραφα . Στο χάνι, σαν να μου φάνηκε ότι μπήκαν  σκυφτοί,  σαν σκιές,  προσπαθώντας να συγκρατήσουν τις κάπες στα  ώμια τους, ο Γιάννος, ο Πάνος  ο Ψαρής και ο Νάσιος. Όταν ξεμπέρδευαν με τη στάνη, αποβράδιαζαν κι αυτοί εκεί γύρω απ την ξυλόσομπα,  έστριβαν λαθραίο κι έλεγαν ιστορίες …
Στον  κρύο καιρό, οι  ιστορίες,  ξετυλίγονται εύκολα…
Ο Πάνος με συνέφερε: «Που ταξιδεύεις  ρε;» . Σα να πετάχτηκα από ύπνο βαθύ. Το χάνι ήταν  θεοσκότεινο. Οι γάτες του μπάρμπα Λάμπρου ακόμα εκεί. Τρομαγμένες απ΄ τα φώτα, γλύστρησαν  στο λασπωμένο δρόμο, απομακρύνθηκαν στα χαλάσματα. Μας θύμισαν ότι κάποτε ήταν κι εδώ ζωή…
«Σταμάτα»  του είπα. «Δεν έχει νόημα»  απάντησε. Πάτησε το γκάζι σαν να ΄θελε να ξεφύγουμε  απ΄ τα φαντάσματά μας.
Λίγες μέρες πριν, εδώ στην Αθήνα, σ΄ ένα μεσημεριανό τσίπουρο,   ζήτησα απ τον Κώστα και τον Πάνο  να γράψουν  κάτι για τη μνήμη του Μπάρμπα Λάμπρου.  Είχα,  ήδη, ζητήσει κι απ’ τον Γιάννη  τον Ντρενογιάννη, το δημοσιογράφο, παλαιόθεν φίλο του μπάρμπα Λάμπρου.
Ο  Γιάννης ο Ντρενογιάννης  έγραψε,  σημειώνοντας: «Ηλία , έγραψα κάτι με το πληκτρολόγιο της ψυχής για τον μπάρμπα Λάμπρο. Ελπίζω να αξιωθώ να έρθω στο μνημόσυνο».
 Ο Πάνος επίσης. Ο Κώστας αρνήθηκε. «Δεν μπορώ να γυρίζω κάθε φορά πίσω. Αγκομαχάω»… Θυμήθηκε όμως την κουβέντα που είχε με το μπάρμπα Λάμπρο, γύρω απ την ξυλόσομπα, πάνε  χρόνια τώρα. Δυο τους, μια βδομάδα, εκεί στο χάνι. Πήγαιναν για κυνήγι και το βράδυ ο Κώστας σημείωνε, δίπλα στη ξυλόσομπα, τις ιστορίες του μπάρμπα Λάμπρου ………………….
Πάρε την κουβέντα μας, που έχω στο «Αγραφιώτικο Συναξάρι», μου είπε.


Απόσπασμα από το βιβλίο του Κώστα Μπουμπουρή «Αγραφιώτικο Συναξάρι» που εκδόθηκε το 2005, στην Αθήνα.

Έχω πατήσει τα ογδόντα μου. Από μικρό παιδί ανοιγοκλείνω πρωί-βράδυ το μπακαλικομάγαζο. Έχω γίνει ένα μ΄ αυτό και δε θα τ΄ αφήσω μέχρι να κλείσω τα μάτια μου. Έμεινα ολομόναχος, συντροφιά με τον Αγραφιώτη ποταμό, δίνουμε κουράγιο ο ένας στον άλλον, μπορώ και συζητάω ώρες μαζί του! Πολλά  είδαν τα μάτια μου κι άκουσαν τ΄ αυτιά μου, μια ζωή ολάκερη σε τούτη δώ την ακροποταμιά! Αν είχαν στόμα να μιλήσουν οι τσιατμάδες  του μαγαζιού, θα ήθελαν πολύ μελάνι οι
γραμματιζούμενοι να γράψουν τα μολοήματά τους. Από δώ πέρασε κόσμος και κοσμάκης, αμέτρητοι τσοπαναραίοι, φτωχοί κι αρχοντάδες,  βουλευτάδες και τσαρλατάνοι, κουβεντιάζοντας όλοι μαζί γύρω απ΄ αυτή βαρελόσομπα. Όλο το κουβεντολόι τους γιομάτο απ΄ του τόπου τα προβλήματα, τη φτώχεια και τις κοσμοχαλασιές. Απ΄τις συζητήσεις ποτέ δεν έλειπε ο δρόμος για τ΄ ΄Αγραφα, ούτε το γιοφύρι της Αρτας να ΄ταν. Θα μου πείς, άνοιξαν χωματόδρομο εδώ και καμιά δεκαπενταριά χρόνια, λασπουριά το χειμώνα , κουρνιαχτός το καλοκαίρι. Ότι και να γίνει τώρα, ίσως είναι λίγο αργά, ο κοσμάκης έφυγε, όλα ρήμαξαν και βούλιαξαν. Καλά οι δικοί μας οι βουλευτάδες με τους κομματαρχαίους τους δεν μπόρεσαν να κάμουν τίποτα, αλλά κι αυτοί οι Ευρωπαίου που ακούω τόσα χρόνια?  Όπως και να  ΄χει όμως το πράγμα, ούτε το σιδεράδικο του Αντρία ούτε το χάνι το δικό μου θα μπορέσουν ν΄ αναστήσουν. Όπου και  νάναι, θα φύγω κι εγώ! Την ψυχή μου, βέβαια,  θ΄ αφήσω μόνο τον Αγραφιώτη να την πάρει κι όχι  ο χάροντας. Τα  ΄χω συζητήσει με τον γέρο ποταμό, πού ναι στα χρόνια μεγαλύτερος κι από μένα, μην τύχει και συναντήσει πρώτος τον παλιόφιλο τον Αντρία, να του πεί τα τωρινά μαντάτα, που δεν πρόφτασε να τα δεί και να τ΄ακούσει.
Κώστας Μπουμπουρής,
«Αγραφιώτικο Συναξάρι».


Λέξεις παλιακές εις μνήμην του Μπάρμπα Λάμπρου Κοντογούνη
(Του Πάνου Σερ. Νιαβή}

Εγώ γεννήθηκα  στη Μύριση  και  φιλάσθενος  ήμουνα και αρρώσταγα κάθε  τόσο .
Και μ’ έτρεχε η  μάννα  μου η συχωρεμένη πότε στους γιατρούς στη Φραγκίστα και πότε στο Καρπενήσι.
Χιονιάς ήταν  και με πήγαινε η  μάνα μου το δρόμο - δρόμο  ζαλικωμένο και φασκιωμένο  με  είχε και πήγαινε η δόλια  ποδαρόδρομο στη Βαρβαριάδα να πάρει την άλλη  μέρα το λεωφορείο για το Καρπενήσι.
Εκείνο το Φλεβάρη αρρώστησα πάλι και  κίνησε η μάννα μου και μπροστά πήγαινε   ο αξάδερφος μου  ο Γιώργος ο Γιαννέϊκος, μόλις είχε γυρίσει από φαντάρος κι έκοβε το χιόνι να περάσει  η μάνα  που  μ’ είχε  ζαλικωμένο στην πλάτη της  .
Χιόνιζε  διαολεμένα μέχρι « το Στύλο» που  πήραμε τον  κατήφορο .  Από κει  και  κάτω το χιόνι αριό  ήταν  και σα φτάσαμε στη Βαρβαριάδα  έβρεχε  επίμονα ψιλή - ψιλή βροχή  μα το κρύο τσάκιζε κόκκαλα .
Μια γριά μαυροφορεμένη , κυρά Γιώργενα την είπε η  μάνα  μου ,ερχόταν  από το κοτέτσι τους προς  εμάς , κρατούσε μια σφαγμένη  κότα  και  πιτσιλισμένη στα  αίματα ήταν , το μάγουλο  μου χάιδεψε κι  εγώ θυμάμαι  τα  κλάματα  έβαλα .
Βγήκε από το μαγαζί ένας άντρας, Λάμπρο,  το φώναξαν,  με μια μουστάκα τσιγγέλι .
Στο μαγαζί  μας  έβαλε, η σόμπα  τριζοβόλαγε μες το χαμηλοτάβανο καφενείο και  φούρνος  από τη  ζέστα ήταν .
Ένας βλάχος  ήταν στο μαγαζί  από τα χειμαδιά στου Τροβάτου  ανέβαινε  γιατί   θανατικό έπεσε  στη φαμίλια, έφτασε με  φορτηγό  απ’ το Αγρίνιο ,στο «Λεσίνι» που  ξεχείμαζαν τα πρόβατα, τον πήρε το βράδυ κι απόμεινε στο χάνι  . Στον τροβά του, λεμόνια,  είχε . Άσε , θίτσα , είπε,   θα στον κάνω εγώ περδίκι  τον «λεβέντη» σου που κλαίει και τον πονάνε τα κοιλιακά του. Η μάνα μου τον κοίταξε δίβουλη . Κάνει  να κόψει το λεμόνι να με ποτίσουν και να «γιάνω»  και αυτός,  που Λάμπρος ήταν, αγριεύει !
- Αϊ  στον αγύριστο χαμένο κορμί θα το ξεκάνεις το μωρό, κάνει μωρέ λεμόνι στα εντερικά, πας  καλά; ……………Έτσι γνωριστήκαμε  το μακρινό  1959, Φλεβάρης  μήνας  ήταν, Μπάρμπα Λάμπρο «Λιμενάρχη» και  μάλλον  με έσωσες  γιατί  όπως  είπαν οι γιατροί στο Καρπενήσι  αν  με πότιζε ο Τροβατιανός,  λεμόνι,   θα τα  κακάρωνα επί τόπου …..
Στα χρόνια  που  κύλησαν  και στην  γεωμετρία του χρόνου,  εσύ είσαι  τελεσίδικα  νεκρός  κι  εγώ γέρνω προς  την ταλάντωση  της Δύσης  μου.
Το χάνι στη Βαρβαριάδα  που το  υπηρέτησες μια  ολάκερη  ζωή  χάσκει  ως αδειανό  φυλάκιο  μιας μεθορίου που  δεν υπάρχει πια . 
Κρατώντας  γερά στις  αναμνήσεις  μου  σε βάζω στις επικράτειες  των ασυνάρτητων ονείρων  μου, που πάει να πει φωτίζεσαι με  έξτρα ζήση ,   άλλοτε είσαι  χαντζής και στρώνεις  ακόμη τσόλια σε μια ντουζίνα ανθρώπους , άντρες, γυναίκες   και παιδιά  να κοιμηθούν στρωματσάδα και  να φύγουν  με το  αναθεματισμένο φορτηγολεωφορείο  που  το πετρέλαιο  τους  έκανε  να ξερνάνε  σαν γατιά , κι άλλοτε  σε κάνουν τα  όνειρα  μου  Λιμενάρχη στην Αρούμπα, στο  Μπουένος Άιρες  ή στην Μασσαλία  και  τριγυρνάμε στα πορνεία  για   ξανθομαλλούσες …
Μετά,  τα  όνειρα  λογικεύονται  και  ντύνονται ευπρέπεια. Εσύ Μπάρμπα   έχεις  πια γεράσει  και εγώ  από τις  πόλεις,  ανάρια  επιστρέφω,   να λύσω  των ενοχών μου τους  γόρδιους δεσμούς  μ΄αυτό τον  έρμο Τόπο .
Ύστερα άνοιξη είναι  στο  όνειρο γιατί  άνοιξη  ήταν και στη ζωή . Καθόμαστε, λέει, στο  πεζούλι του καφενείου του Νιαβή στην πλατεία στο Μάραθο , ο “Καρβέλης” τρέχει  να στήσει  το άγαλμα του Κατσαντώνη ,   εγώ  βάζω  ένα ηπειρώτικο στ ΄αυτοκίνητο ,  το «πήγαινα το δρόμο -  δρόμο»  σηκώνεσαι  από το πεζούλι   κάνεις  χειρονομίες να πάω προς  το  μέρος  σας ένα τσούρμο  νεκροί με ονοματεπώνυμο αλλά εγώ πάω στην  αντίθετη  μεριά …Με  πιάνει μια  ταραχή  μες το  όνειρο και  αλλάζω πλευρό , αυτό με εμψυχώνει   και αλλάζω δραματικά  απόφαση  δεν είστε  νεκροί , λέω , και  με κατάφαση  αγαλλιάζω την ατμόσφαιρα του  ονείρου .
Εσύ , συνεχίζεις  να  σέρνεις το χορό  αγέρωχος,    ακολουθούν η Μακρογιάννενα νέα , ο Σωτήρης Ζιάκας  χωρίς το δεξί  πόδι , τρεις  νεκροί  αντάρτες  του εμφυλίου  που δεν  τους γνώρισα  ποτέ και ο Στέλιο Πεσλής,   επικεφαλής των ΤΕΑ .  Η Βεβαιότητα  του ονείρου φέρνει στην πλατεία και  τη Θοδωρομπούραινα που  μαυλάει  ένα  φανταστικό  γουρούνι, κούς, κους, κους  το τραγούδι  φτάνει  στο στίχο «…και  σου δίνω  το μαντήλι μωρέ Χάιδω ,Χαϊδεμένη  μου …» εκεί κάνεις μια έτσι φράστ, κόβεις άλυσο  απ το χορό  και απ’  το όνειρο, βουτάς  την   χάλκινη προτομή του Κατσαντώνη την φοράς στο ακέφαλο σώμα  σου  και αποδράς ως πρόσχημα αιωνιότητας ,  Μπάρμπα Λάμπρο ….……………………………
Ύστερα ήρθαν οι βροχές κι  ένας παχτίτης διαολεμένος αέρας . “Τι είμαστε  εμείς τώρα ‘’ ;  με  ρώτησε ο Ηλίας, τη μέρα  που  πέθανες .
«Οι εφεξής» ,  του  απάντησα.

Πάνος   Σερ. Νιαβής 
Αθήνα Φλεβάρης 2014. 

Καλησπέρα μπάρμπα Λάμπρο
(Του Γιάννη Ντρενογιάννη).

Είναι νύχτα τώρα στην Αθήνα που σου γράφω μα στη Βαρβαριάδα ξέρω πως η βρύση είναι ανοιχτή για πάντα και το φως της ψυχής σου , ακόμα λάμπει.
Μπάρμπα Λάμπρο, ξέρω κι άλλα πράγματα... ξέρω πως τώρα εσύ, ο Κολόζης κι’  ο Κατσαντώνης,  έχετε πλακωθεί στα τσίπουρα και ακούτε με προσοχή τον Αγραφιώτη να κυλάει. Μετά,  βάζετε δυνατά τα κλαρίνα, σηκώνετε τα χέρια ψηλά και σπρώχνετε τη μουσική προς τα κάτω να ακούσουμε κι εμείς!
Ναι.  Ακούω μπάρμπα Λάμπρο και σε ευχαριστώ. Σε ευχαριστώ γιατί άλλαξες τη ζωή μου όταν σε γνώρισα και με έκανες να ακουμπήσω ένα κομμάτι της ψυχής μου, ανάμεσα σε ασήμαντα λιθάρια.  Είμαι τυχερός που σε γνώρισα... Τυχερός  γιατί  γνώρισα τον τελευταίο ήρωα των Αγράφων και έμαθα πως το τίποτα της ζωής , είναι τα πάντα της ψυχής. Σε ευχαριστώ από καρδιάς κι όταν ανταμώσουμε πάλι θα αγκαλιαστούμε χτυπώντας δυνατά τα χέρια στη πλάτη.
Γιάννης Ντρενογιάννης 
 Γενάρης του 2014.